μονόψαφος

μονόψαφος
μονόψᾱφος
1 alone in its verdict οὐδ' Ὑπερμήστρα παρεπλάγχθη, μονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος (μονόψαφος legisse videtur Σ: she alone of the daughters of Danaos chose not to slay her husband) N. 10.6

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονόψηφος — μονόψηφος, ον, δωρ. μονόψαφος (Α) 1. αυτός που παίρνει αποφάσεις και ενεργεί μόνος 2. αυτός που γίνεται, που εκτελείται αυτοβούλως, με προσωπική, ανεξάρτητη κρίση και απόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ψηφος (< ψῆφος), πρβλ. ισό ψηφος, πολύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”